Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Το ηλιακό άρμα του Trundholm


Το άρμα του ήλιου είναι ένα αρχαίο γλυπτό, που απεικονίζει τον ήλιο τη στιγμή που τον σέρνει στον ουρανό ένα μυθολογικό άλογο. Το μικροσκοπικό αυτό γλυπτό χρησίμευε ως λατρευτικό αντικείμενο κατά τη διάρκεια της Δανέζικης προϊστορίας και είναι τυπικό δείγμα της εποχής του (εποχή του χαλκού στη Δανία/14ος αιώνας π.Χ.). Το άρμα είναι φιαγμένο από χαλκό, ενώ ο δίσκος είναι καλυμμένος από ένα λεπτό φύλλο χρυσού στη μία πλευρά του. Η πλευρά αυτή του άρματος αντιπροσωπεύει το λαμπρό φως της ημέρας, ενώ η άλλη πλευρά του η οποία δεν είναι καλυμμένη από χρυσό όπως η μπροστινή, αντιπροσωπεύει τη νύχτα. Οι ιερείς της εποχής τραβούσαν το άρμα από τα αριστερά προς τα δεξιά, προκειμένου να αποκαλύψουν τη χρυσή πλευρά του στους πιστούς, ενώ, για να αποκαλύψουν την σκοτεινή του πλευρά, το τραβούσαν από τα δεξιά προς τα αριστερά. 
Το μοναδικό αυτό στο είδος του έργο τέχνης δεν μοιάζει με κανένα άλλο προϊστορικό λατρευτικό αντικείμενο στον κόσμο. Είναι λαμπρό δείγμα της μεταλλουργικής τέχης, της ανθρώπινης δεξιοτεχνίας, της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο διάκοσμός του αποτελείται από σπείρες και ομόκεντρους κύκλους στο χρυσό δίσκο και στα μάτια του αλόγου. Η διάμετρος του δίσκου είναι 25 εκατοστά περίπου, ενώ ολόκληρο το τεχνούργημα έχει  ύψος 35 εκ. και πλάτος 54 εκ.. Το άρμα ανακαλύφθηκε από έναν αγρότη στο έλος Trundholm, βορειοδυτικά του νησιού Zealand το 1902 στην περιοχή Οdsherred, ενώ σήμερα κατέχει εξέχουσα θέση στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας στην Κοπεγχάγη.


Ο αργυρός λέβητας του Gundestrup



Ο λέβητας του Gundestrup είναι το μεγαλύτερο γνωστό δείγμα αργυροχοΐας της εποχής του Σιδήρου στην Ευρώπη. Βρέθηκε το 1891 κοντά στον οικισμό Gundestrup, στην περιοχή του Himmerland της Δανιας και εχει διαμέτρο 69 εκ., ύψος 42 εκ.και βάρος περίπου 9 κιλά. Ο λεβητας χρονολογήται  μετά το 130 π.Χ. (Grewenig, 2010, σ. 268), κάτι το οποίο τον τοποθετεί στον πολιτισμό La Tène.  Αποτελείται από 13 ξεχωριστές πλάκες , 5 μεγάλες ορθογώνιες πλάκες που σχηματίζουν το εσωτερικό , 7 μικρότερες ορθογώνιες πλάκες που σχηματίζουν το εξωτερικό και μία κυκλική πλάκα συγκολλημένη με την ρηχή, καμπυλωτή και ακόσμητη βάση του.
Τα μοτίβα  παραπέμπουν στην κέλτικη μυθολογία καθώς κύρια θέματα είναι οι θεοί, οι άνθρωποι και τα άγρια ζώα. Και σύμφωνα με τους μελετητές ο κερασφόρος θεός στον λέβητα είναι ο Cernunnos ,για τον οποίο όμως δεν υπάρχουν ιδιαίτερες αναφορές στις γνωστές μας πηγές και έτσι μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες για τον ρόλο αυτού του θεού στην θρησκεία των Κελτών.

Οι εξωτερικές πλάκες


Κάθε μια από τις επτά εξωτερικές πλάκες απεικονίζει  μια κεντρική μορφή, πιθανότατα μιας θεότητας. Οι πλάκες α, β, γ, και δ απεικονίζουν γενειοφόρες ανδρικές μορφές, ενώ οι υπόλοιπες τρεις γυναικείες.
Στην πλάκα α  μια γενειοφόρος μορφή κρατά σε κάθε χέρι μια πολύ μικρότερη μορφή από το μπράτσο.Κάθε μία από τις δύο αυτές μορφές φθάνει προς ένα μικρό αγριόχοιρο. Κάτω από τα πόδια των παραπάνω μορφών (στους ώμους του θεού) είναι ένας σκύλος στην αριστερή πλευρά και ένα φτερωτό άλογο στη δεξιά πλευρά.
Ο θεός στην πλάκα β κρατά σε κάθε χέρι έναν ιππόκαμπο ή έναν θαλάσσιο δράκο, η εικόνα αυτη έχει συνδεθεί έντονα με τον θαλάσσιο θεό Manannán . Στην πλάκα γ , εικονίζεται μια ανδρική μορφή που υψώνει τις άδειες γροθιές της, στον δεξιό ώμο της βρίσκεται ένας άνθρωπος σε θέση ''πυγμαχίας'', ενώ στον αριστερό ώμο της υπάρχει μια μορφή σε θέση άλματος με έναν μικρό ιππέα από κάτω της. Η πλάκα δ δείχνει επίσης έναν γενειοφόρο άνδρα να κράτα σε κάθε του χέρι ένα αρσενικό ελάφι από τα πίσω πόδια. Η γυναικεία μορφή στην πλάκα ε πλαισιώνεται από δύο μικρότερες αρσενικές μορφές, αντίθετα η γυναίκεια μορφή στην πλάκα στ κράτα στο δεξί υψωμένο χέρι της ένα πτηνό και με το αριστερό οριζόντιο  χέρι της υποστηρίζει έναν άνδρα και ένα σκύλο που ξαπλώνει. Πλαισιώνεται  ακόμα από δύο αρπακτικά πτηνά και στις δύο πλευρές του κεφαλιού της, ενώ τα μαλλιά της φαίνεται να είναι πλεγμένα από μια μικρή γυναίκα στα δεξιά.Τέλος, η πλάκα ζ απεικονίζει  μια γυναικεία μορφή που έχει τα χέρια σταυρωμένα. Στον δεξί ώμο της εμφανίζεται μια σκηνή με έναν άνδρα να μάχεται με έναν λέοντα, ενώ στον αριστερό ώμο της υπάρχει μια μορφή που πραγματοποιεί άλμα με παρόμοιο τρόπο με εκείνο στην πλάκα γ.


Οι εσωτερικές πλάκες



Πλάκα α. Η πλάκα απεικονίζει στο κέντρο μία κερασφόρο ανδρική μορφή σε καθιστή θέση (οι μελετητές υποστηρίζουν πως πρόκειται για τον θεό των Κελτών Cerrnunnos). Στο δεξί του χέρι κρατά ένα περιλαίμιο ενώ με το αριστερό του χέρι κρατά από το κεφάλι ένα κερασφόρο φίδι. Στα αριστερά υπάρχει ένα αρσενικό ελάφι με κέρατα παρόμοια με αυτά της ανδρικής μορφής. Διάφορα άλλα ζώα συμπληρώνουν  τη σκηνή, όπως λέοντες, λύκοι και ταύροι, καθώς και μια ανθρώπινη μορφή πάνω σε ένα ψάρι ή ένα δελφίνι.


Πλάκα β. Μία γυναικεία μορφή ξεχωρίζει στο κέντρο η οποία πλαισιώνεται από δύο εξάκτινους τροχούς και από μυθολογικά όντα: δύο όντα που θυμίζουν ελέφαντες και δύο γρύπες. Κάτω από την γυναικεία μορφή απεικονίζεται ένας μεγάλος σκύλος ή λύκος.


Πλάκα γ. Σε αυτήν την πλάκα η κεντρική μορφή είναι αυτή ενός γενειοφόρου ανδρός που κρατά έναν σπασμένο τροχό. Μία μικρότερη ανδρική μορφή με κερασφόρο κράνος σε θέση άλματος κρατά το χείλος του τροχού. Κάτω από την παραπάνω μορφή βρίσκεται ένα κερασφόρο φίδι.  Το σύνολο περιβάλλεται από γρύπες και άλλα πλάσματα, κάποια παρόμοια με αυτά από την πλάκα β.


Πλάκα δ. Το θέμα της πλάκας αυτής είναι η σφαγή ταύρων. Οι τρεις ταύροι που απεικονίζεται σε μια σειρά στρέφονται προς τα δεξιά. Κάθε ταύρος δέχεται επίθεση από έναν άνδρα με ξίφος. Κάτω από τις οπλές των ταύρων βρίσκονται σκύλοι που τρέχουν προς τα αριστερά και πάνω από την πλάτη κάθε ταύρου υπάρχει ένα αιλουροειδές που τρέχει επίσης προς τα αριστερά.


Πλάκα ε. Στο κάτω μισό, μια σειρά από πολεμιστές φέρουν δόρατα και ασπίδες, οι πολεμιστές υπό την συνοδεία του πνευστού οργάνου carnyx (κέρατος) πορεύονται προς τα αριστερά. Στην αριστερή πλευρά, ένας μεγάλος άνδρας εμβαπτίζει έναν μικρότερο σε ένα δοχείο. Στο πάνω μισό, τέσσερις ιππείς στρέφονται προς τα δεξιά.


Η πλάκα της βάσης


Η κυκλική πλάκα απεικονίζει έναν ταύρο, πάνω από την πλάτη του ταύρου βρίσκεται μία γυναικεία μορφή  που κρατά ένα ξίφος. Εντοπίζονται ακόμα και δύο σκύλοι, ο ένας πάνω από το κεφάλι του ταύρου, και ο άλλος κάτω από τις οπλές του.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Οι κλάδοι της Αρχαιολογίας (Β' Μέρος)

Βιοαρχαιολογία

Ο όρος ''βιοαρχαιολογία'' αρχικά επινοήθηκε από τον Βρετανό αρχαιολόγο Grahame Clark το 1972 ως σημείο αναφοράς για την ζωοαρχαιολογία , ή τη μελέτη των οστών των ζώων από τις αρχαιολογικές θέσεις. Επαναπροσδιορίζεται το 1977 από  την  Αμερικανή ανθρωπολόγο Jane Buikstra , έτσι ο ορός στις Η.Π.Α, αφορά πλέον την επιστημονική μελέτη των υπολειμμάτων του ανθρωπίνου σκελετού από τις  αρχαιολογικές θέσεις, ο κλάδος αυτός  είναι γνωστός σε άλλες χώρες και ως οστεοαρχαιολογία ή παλαιοστεολογία. Στην Ευρώπη  η βιοαρχαιολογία μελετά  όλα τα βιολογικά υπολείμματα που εντοπίζονται στις αρχαιολογικές θέσεις ,είτε πρόκειται για ανθρωπινά οστά (οστεοαρχαιολογία), είτε για οστά ζώων (ζωοαρχαιολογία), ή ακόμα και για φυτικά υπολείμματα όπως η γύρη και οι σπόροι (αρχαιοβοτανολογία).

Γεωαρχαιολογία

Η γεωαρχαιολογία είναι μια διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία χρησιμοποιεί τις τεχνικές και το αντικείμενο της γεωγραφίας ,της γεωλογίας και άλλων επιστημών της γης για να εξετάσει θέματα που ενημερώνουν την αρχαιολογική γνώση και σκέψη. Οι γεωαρχαιολόγοι μελετουν τις φυσικές διεργασίες που επηρεάζουν τις αρχαιολογικές θέσεις , όπως είναι η γεωμορφολογία , δηλαδή η διαμόρφωση των θέσεων μέσα από γεωλογικές διεργασίες και τις επιπτώσεις που αυτές προκαλουν στις θαμμένες τοποθεσίες και στα αντικείμενα μετά την εναπόθεση τους. Το έργο των γεωαρχαιολόγων συχνά περιλαμβάνει την μελέτη του εδάφους και των ιζημάτων , καθώς και διάφορων γεωγραφικών εννοιών που συνεισφέρουν στην αρχαιολογική μελέτη. Η γεωαρχαιολογία είναι ένα σχετικά πρόσφατο πεδίο έρευνας που χρησιμοποιεί ηλεκτρονική χαρτογράφηση , γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών (GIS) και ψηφιακά υψομετρικά μοντέλα (DEM) σε συνδυασμό με διάφορες ειδικότητες από τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις επιστήμες της γης.

Περιβαλλοντική αρχαιολογία

Με τον όρο περιβαλλοντική αρχαιολογία εννοούμε τον κλάδο εκείνο της αρχαιολογίας, που μελετά την επίδραση του περιβάλλοντος στον άνθρωπο, σε όλες τις φάσεις της εμφάνισης και εξέλιξης του πάνω στη γη καθώς και την προσαρμογή και επίδραση του ανθρώπου στο ίδιο του το περιβάλλον καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, με σκοπό την επίτευξη καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον είναι έννοιες αλληλένδετες, αναπόσπαστα δεμένες μεταξύ τους. Ο άνθρωπος αρχικά επηρεάζεται από τον περιβάλλοντα χώρο, τα ζωικά και φυτικά είδη, τις γεωλογικές και κλιματολογικές συνθήκες. Μέσα σ' αυτό το φυσικό πλαίσιο προσαρμόζει όσο μπορεί τη ζωή του, αντλεί την τροφή του και κατασκευάζει την κατοικία του. Ο περιβαλλοντικός αρχαιολόγος πρέπει να μπορεί να καταλάβει τις αλλαγές που επέρχονται στην επιφάνεια της γης, και κυρίως να κατανοήσει τη σχέση ανθρώπου-γης στο παρελθόν. Η κατανόηση αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της αποσπασματικότητας των αρχαιολογικών δεδομένων αλλά και λόγω των αλλαγών που παρεμβάλλονται εντωμεταξύ, τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στον ανθρώπινο παράγοντα.