Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012


Η στρωματογραφία στην αρχαιολογία

Η διαδοχική συσσώρευση των καταλοίπων της ανθρώπινης δραστηριότητας και των φυσικών ιζημάτων δημιουργεί διακριτά στρώματα, που στο σύνολό τους αποτελούν τον αρχαιολογικό οικισμό. Η στρωματογραφία απεικονίζει το σύνολο των αρχαιολογικών στρωμάτων που έχουν ερευνηθεί και η σωστή ερμηνεία και τεκμηρίωσή της συνιστά τον σημαντικότερο στόχο της ανασκαφής. Κατά την αφαίρεση του χώματος, ο ανασκαφέας προσπαθεί να ξεχωρίσει το ένα στρώμα από το άλλο, ώστε μέσω της χωρικής συνάφειας να κατανοήσει τη χρονική σειρά εναπόθεσής τους. Γι' αυτό το λόγο, οι στρωματογραφικές σχέσεις μεταξύ των αρχαιολογικών ιζημάτων καταγράφονται και απεικονίζονται διαγραμματικά (μέσω του λογισμικού Harris Matrix). Η ανάλυση της στρωματογραφίας αποκαλύπτει τη σειρά, τον τρόπο και τον χαρακτήρα της ανθρώπινης δραστηριότητας που έχει αποτυπωθεί στα στρώματα.

Κλειστά και διαταραγμένα στρώματα

Τα αρχαιολογικά στρώματα διακρίνονται σε «κλειστά» ή «διαταραγμένα». Τα κλειστά στρώματα - αποτέλεσμα αδιατάρακτης «πρωτογενούς δραστηριότητας»- παρέμειναν άθικτα από τη στιγμή της αρχικής τους διάπλασης και είναι σαφώς διαχωρισμένα το ένα από το άλλο.
Τα διαταραγμένα στρώματα είναι το αποτέλεσμα «δευτερογενούς δραστηριότητας». Μετά από την αρχική τους διάπλαση, διαταράχθηκαν είτε από ανθρώπινη ή φυσική δράση -π.χ. μεταγενέστερες διαταράξεις (από τη διάνοιξη τάφρων, λάκκων, πηγαδιών κ.λπ.). Άλλες διαταραχές είναι δυνατόν να προξενήθηκαν από φυσικά και χημικά φαινόμενα, όπως η διάβρωση ή ο σεισμός, με αποτέλεσμα μια ανεστραμμένη διαστρωμάτωση (δηλαδή μια εναπόθεση των γεωλογικών ή/και πολιτισμικών στρωμάτων σε αντίστροφη σειρά από εκείνη με την οποία είχαν αρχικά απoτεθεί). Τα διαταραγμένα στρώματα είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο σε σύνθετες αρχαιολογικές θέσεις με βαθιά διαστρωμάτωση.

Θεωρητικά, βάσει της αρχής της συσχέτισης, ένα στρώμα περιέχει πολιτισμικά και γεωλογικά κατάλοιπα που συσχετίζονται μεταξύ τους. Όμως, στην περίπτωση των διαταραγμένων στρωμάτων, υπάρχουν αποθέσεις οι οποίες αποτελούν μια αυτοτελή στρωματογραφική ενότητα. Oι αρχαιολόγοι αποχωρίζουν τις αποθέσεις αυτές από το υπόλοιπο στρώμα στο οποίο βρέθηκαν ή από το αμέσως υπερκείμενο ή υποκείμενο στρώμα και τις μελετούν χωριστά, ως ένα ενιαίο σύνολο, θεωρώντας ότι τα περιεχόμενά τους ανήκουν στο ίδιο αρχαιολογικό πλαίσιο και αποτελούν μια ομάδα.

Χρονολόγηση με βάση την στρωματογραφία

To βάθος της διαστρωμάτωσης σε μια θέση είναι ανάλογο με τη φύση της θέσης και το χρονικό διάστημα της χρήσης της. Πολλές αρχαιολογικές θέσεις χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένως για πολλούς αιώνες ή χιλιετίες και παρουσιάζουν, συνεπώς, μια πολύ βαθιά διαστρωμάτωση -για παράδειγμα, στη περίπτωση των θέσεων που είναι γνωστές ως τούμπες η διαστρωμάτωση μπορεί να φθάσει τα 30 μέτρα βάθος. Με βάση τον γενικό κανόνα, που στηρίζεται στην αρχή της επαλληλίας, τα υψηλότερα στρώματα είναι και τα νεότερα και περιέχουν ευρήματα πιο πρόσφατα από τα κατώτερα και αρχαιότερα στρώματα. Η χρονική σχέση των στρωμάτων παρέχει μια σχετική χρονολόγηση για τα στρώματα και τα περιεχόμενά του. Η ακριβέστερη, απόλυτη χρονολόγηση προϋποθέτει ανάλυση των περιεχομένων του στρώματος, εφόσον εξασφαλιστεί ότι δεν αποτελούν παραβιάσεις από υπερκείμενα στρώματα και το στρώμα είναι «κλειστό». Η απόλυτη χρονολογία που προκύπτει είναι αυτή κατά την οποία ή μετά την οποία δημιουργήθηκε το εξεταζόμενο στρώμα, με άλλα λόγια είναι το λεγόμενο terminus post quem του στρώματος.

Από τα προηγούμενα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι σε ένα («κλειστό») στρώμα, στο οποίο υπάρχει αριθμός ευρημάτων διαφόρων χρονολογιών, το εύρημα με την πιο πρόσφατη χρονολογία είναι εκείνο που παρέχει τελικά το terminus post quem του στρώματος. Όταν χρονολογήσιμα υλικά, στρώματα ή ευρήματα βρίσκονται επάνω από ένα στρώμα ή συνιστούν «παραβιάσεις» του, τότε παρέχουν μία χρονολογία κατά την οποία, ή πριν από την οποία, το κατώτερο στρώμα πρέπει να είχε αποτεθεί, με άλλα λόγια ένα terminus ante quem για το δεδομένο στρώμα.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
  • Renfrew, Colin, και Bahn, Paul, Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές (2001)
  • Harris, Edward C., Principles of Archaeological Stratigraphy 
    (1989) 

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012


Η εφαρμογή της δενδροχρονολόγησης στην αρχαιολογία

Βασικές αρχές

Με απλά λόγια, η δενδροχρονολόγηση είναι η χρονολόγηση γεγονότων στο παρελθόν μέσω της μελέτης της ανάπτυξης των δακτυλίων των δέντρων. Κάθε χρόνο ένα δέντρο προσθέτει ένα στρώμα ξύλου στον κορμό του σχηματίζοντας έναν επιπλέον δακτύλιο (κάτω από τον φλοιό). H πρώτη παρατήρηση που οδήγησε στη δενδροχρονολόγηση ήταν το ότι, σε συγκεκριμένα είδη δέντρων, κατά τη διάρκεια χρόνων με μεγάλη υγρασία δημιουργούνται δακτύλιοι με μεγάλο πάχος ενώ κατά τη διάρκεια ξηρών περιόδων οι δακτύλιοι είναι πολύ στενοί. Στο Σχήμα 1 δίνεται η εγκάρσια τομή ενός κορμού λευκού έλατου (Abies concolor) από την Καλιφόρνια που κόπηκε το 1981. Παρατηρείστε τον πολύ στενό δακτύλιο (5ος από το εξωτερικό) ο οποίος αντιστοιχεί στη χρονιά 1977 και υποδεικνύει την ξηρασία που επικράτησε τη χρονιά αυτή. Για να μην υπεραπλουστεύσουμε την ερμηνεία διαμόρφωσης των δενδροδακτυλίων αναφέρουμε ότι υπάρχουν άλλοι 17 λόγοι για τους οποίους ένας δακτύλιος μπορεί να έχει μικρό εύρος.


Σχήμα 1. Λευκό έλατο (Abies concolor) από την Καλιφόρνια που κόπηκε το 1981. Με αστερίσκο σημειώνεται η χρονιά 1977 κατά την οποία επικράτησε ξηρασία και έτσι ο δακτύλιος που σχηματίστηκε είναι στενός.

Τα δέντρα σε μια συγκεκριμένη κλιματική περιοχή επηρεάζονται όμοια από τις ετήσιες κλιματικές αλλαγές, οπότε τα πάχη των δακτυλίων τους αναμένεται να κυμαίνονται αντίστοιχα. Μπορούμε δηλαδή να ταιριάξουμε αυτές τις διαδοχέςδακτυλίων ανάμεσα σε δύο δέντρα και να αντιστοιχίσουμε σε αυτές συγκεκριμένη ακολουθία ημερολογιακών ετών (Σχήμα 2). Με τον τρόπο αυτό, αν συγκρίνουμε ένα άγνωστης ηλικίας ξύλο με κάποιο γνωστής ηλικίας και ταιριάξουμε τους δακτυλίους τους, μπορούμε να υπολογίσουμε την χρονολογία κοπής, του άγνωστης ηλικίας δέντρου (Σχήμα 3). Η δενδροχρονολόγηση είναι η μόνη αρχαιομετρική τεχνική που μπορεί να δώσει αποτέλεσμα με ακρίβεια έτους ή καμιά φορά και μηνών.

Σχήμα 2. Συνταίριασμα (διασταύρωση) σειρών δακτυλίων σε δύο δείγματα βελανιδιάς.
 
Σχήμα 3. Διαγραμματική απεικόνιση της βασικής αρχής της δενδροχρονολόγησης.

Η διασταυρωμένη χρονολόγηση είναι η θεμελιώδης αρχή της δενδροχρονολόγησης. Ο ερευνητής πρέπει να επιβεβαιώσει ότι οι δακτύλιοι από δύο ή περισσότερα δείγματα σχηματίστηκαν τον ίδιο χρόνο. Η απλή απαρίθμηση δακτυλίων δεν επαρκεί, ούτε και μια απλή καταγραφή της αλλαγής του εύρους των δακτυλίων. Για να αποφευχθεί η πιθανότητα τυχαίου ταιριάσματος, ο δενδροχρονολόγος προσπαθεί να συγκρίνει δείγματα με 100 τουλάχιστον δακτυλίους.


Η εξέλιξη της αρχαιολογικής θεωρίας, ρεύματα και σχολές

Πολιτισμική ιστορική αρχαιολογία

Η πρώτη μείζων φάση στην ιστορία της αρχαιολογικής θεωρίας αναφέρεται ως πολιτισμική ιστορική αρχαιολογία ή απλούστερα πολιτισμική ιστορία. Έργο της πολτισμικής ιστορίας ήταν η ομαδοποίηση των αρχαιολογικών θέσεων σε διακριτούς πολιτισμούς, ο καθορισμός της γεωγραφικής διασποράς και της χρονικής διάρκειας αυτών των πολιτισμών, η ανάπλαση των αλληλεπιδράσεων και η ροή των ιδεών μεταξύ τους. Η πολιτισμική ιστορία, χρησιμοποίησαν το κανονιστικό πρότυπο πολιτισμού, την αρχή δηλαδή ότι κάθε πολιτισμός είναι ένα σύνολο κανόνων που κυβερνούν την ανθρώπινη συμπεριφορά, Έτσι, οι πολιτισμοί διακρίνονται από πρότυπα δεξιοτήτων. Αν, για παράδειγμα, ανακαλύψει ένας αρχαιολόγος ένα όστρακο κεραμεικής διακοσμημένο με τριγωνικά μοτίβα και ένα άλλο όστρακο, με τετραγωνισμένα διακοσμητικά μοτίβα, θεωρεί πως είναι πιθανό να ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Φυσικά, μια τέτοια προσέγγιση βλέπει το παρελθόν ως σύνολο διακριτών πληθυσμών που ταξινομούνται βάσει των διαφορών τους και των αλληλεπιδράσεών τους. Οι αλλαγές της συμπεριφοράς ερμηνεύονται βάση της θεωρίας της διάχυσης και η ροή των ιδεών βάσει της αντίληψης ότι οι νέες ιδέες διασπείρονται μέσω των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, από τον ένα πολιτισμό στον άλλο.


Ο Αυστραλός αρχαιολόγος Vere Gordon Childe ήταν ο πρώτος που διερεύνησε και επέκτεινε την έννοια των πολιτισμικών σχέσων στο εννοιολογικό πλαίσιο της προϊστορικής Ευρώπης. Στην δεκαετία του 1920-1930 ήδη είχε ανασκαφεί αρκετό αρχαιολογικό υλικό. Η περαιτέρω μελέτη αυτού του υλικού επιβεβαίωσε πως η διάχυση δεν είναι ο μοναδικός μηχανισμός μέσω του οποίου μπορεί να συμβεί -ή και να ερμηνευθεί- η πολιτισμική αλλαγή. Φανερά επηρεασμένος από την ανάδυση νέων επαναστατικών πολιτικών θεωριών και πρακτικών στην περίοδο του μεσοπολέμου ο Childe θεώρησε πως οι επαναστάσεις προκάλεσαν μείζονες αλλαγές στις κοινωνίες του παρελθόντος. Αποτόλμησε τότε την θεωρία της νεολιθικής επανάστασης, η οποία ώθησε τους ανθρώπους στην μόνιμη εγκατάσταση και την καλλιέργεια της γης απομακρύνοντάς τους από την νομαδική ζωή, τις κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές συνήθειες. Βάσει της παραπάνω θεώρησης συνέβησαν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στην αστική επανάσταση και τη δημιουργία των πόλεων. Τούτη η μακράς προοπτικής σκέψη ήταν από μόνη της επαναστατική και είναι φυσικό το γεγονός πως οι ιδέες του Childe ακόμα και σήμερα γίνονται αντικείμενο σεβασμού.

Νέα αρχαιολογία

Στην δεκαετία 1960-1970 νέοι Αμερικανοί αρχαιολόγοι όπως ο Lewis Binford, αντέδρασαν στα παραδείγματα της πολιτισμικής ιστορικής αρχαιολογίας. Πρότειναν μια "Νέα άρχαιολογία", περισσότερο "επιστημονική" και "ανθρωπολογική". Είδαν τον πολιτισμό ως ένα σύνολο συμπεριφορικών διαδικασιών και παραδόσεων. Συν τω χρόνω τούτη η άποψη έφερε στο προσκήνιο τον όρο διαδικαστική αρχαιολογία. Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης θεωρίας δανείστηκαν από τις ακριβείς επιστήμες την ιδέα της εξέτασης και της δοκιμής της υπόθεσης και της επιστημονικής μεθόδου. Πίστευαν ότι ο αρχαιολόγος θα έπρεπε να αναπτύξει μία ή περισσότερες υποθέσεις για τον πολιτισμό που διερευνά και να διεξάγει ανασκαφές με την πρόθεση να ελέγξει την εγκυρότητα των υποθέσεών του βάσει νέων μαρτυριών. Ένας επιπλέον λόγος για την ανάπτυξη της διαδικαστικής αρχαιολογίας ήταν η απογοήτευση των νέων αρχαιολόγων για το γεγονός ότι η μελέτη των πολιτισμών είχε υπερκεράσει τη μελέτη των ίδιων των ανθρώπων. Το ανθρωπολογικό παράδειγμα έδειχνε ότι η ανάπτυξη των εθνικών ομάδων δεν ήταν πάντα ανάλογη με το αρχαιολογικό αρχείο.

Μεταδιαδικαστική αρχαιολογία

Στην δεκαετία 1980-1990 πρόβαλε ένα νέο κίνημα κυρίως στην Βρετανία από τους αρχαιολόγους Michael Shanks, Christopher Tilley, Daniel Miller και Ian Hodder. Τούτο το κίνημα αμφισβήτησε τη σχέση της διαδικαστικής αρχαιολογίας με τις ακριβείς επιστήμες και την αμεροληψία της ισχυριζόμενο ότι κάθε αρχαιολόγος είναι στην πραγματικότητα προκατειλημμένος από την προσωπική εμπειρία και το πολιτισμικό του πλαίσιο και συνεπώς το πραγματικά επιστημονικό αρχαιολογικό έργο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Τούτο αληθεύει ιδιαίτερα στην αρχαιολογία όπου το πείραμα, δηλαδή η ανασκαφή δεν μπορεί να επαναληφθεί από άλλους, όπως υπαγορεύει η επιστημονική μέθοδος.
Οι υπέρμαχοι αυτής της σχετικιστικής ουσιαστικά προσέγγισης, που αποκαλείται μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, δεν ανέλυαν μόνον τα ευρήματα που ανέσκαπταν αλλά και τον εαυτό τους, τη στάση και τις απόψεις τους. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία της αρχαιολογικής μαρτυρίας δημιουργούν και διαφορετικές κατασκευές του παρελθόντος για κάθε ερευνητή. Το πλεονέκτημα τούτης της προσέγγισης αναγνωρίστηκε σε τομείς όπως η διαχείριση πολιτισμικών αγαθών και η αρχαιολογική δεοντολογία. Εντέλει η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία έγινε καταφύγιο για όσους αποκήρυτταν το διαδικαστικό πολιτισμικό πρότυπο, για το οποίο πίστευαν (νεομαρξιστές και φεμινιστές αρχαιολόγοι για παράδειγμα), ότι χειριζόταν τους ανθρώπους ως αυτόματα και αγνοούσε την ατομικότητά τους.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
  • Trigger, Bruce G., Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης (2009)
  • Hodder, Ian, και Hutson, Scott, Διαβάζοντας το παρελθόν (2010)
  • Renfrew, Colin, και Bahn, Paul, Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές (2001)

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Το ηλιακό ημερολόγιο των Μάγια

Οι Μάγια δημιούργησαν ένα πολιτισμό που θεμελιώθηκε πάνω σε μαθηματικές και αστρονομικές γνώσεις ανυπολόγιστης μέχρι σήμερα έκτασης. Κάθε ναός των Μάγια παριστάνει ένα απολιθωμένο ημερολόγιο. Οι νεότεροι αρχαιολόγοι, ιστορικοί και αστρονόμοι, ενώ μέχρι τότε απορούσαν για τη συνεχή επανάληψη γλυπτών ή για την ξαφνική διακοπή τους σε μια τοποθεσία, ανακαλύπτουν τώρα πως η κάθε μία εγκατάσταση ή κατασκευή δήλωνε έναν αριθμό ή ένα ιδιαίτερο τμήμα του ημερολογίου. Το ημερολογιακό σύστημα των Μάγια ήταν και είναι το ακριβέστερο στον κόσμο.
Αρκετούς αιώνες πριν υπολογιστεί από τους νεότερους αστρονόμους ο ακριβής χρόνος περιφοράς της Γης γύρω από τον Ηλιο, γνώριζαν με πολύ καλή προσέγγιση την τιμή του, που τη θεωρούσαν ίση με 365,2419871 ημέρες. Οι Μάγια είχαν υπολογίσει το ηλιακό – τροπικό έτος με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και είχαν διαχωρίσει το «φαινόμενο» έτος από το πραγματικό.
Η ακρίβεια αυτή ήταν και θρησκευτικά απαραίτητη, γιατί οι ημέρες, το έτος τους και όλα τα πολλαπλασιά του είχαν τους δικούς τους ιδιαίτερους θεούς. Αντιλαμβάνονταν τις υποδιαιρέσεις του χρόνου σαν φορτία, που τα κουβαλούσαν αιώνια, σε βάρδιες, οι αχθοφόροι θεοί τους. Η κάθε ημέρα, το κάθε έτος, η κάθε εικοσαετία, είχαν τους δικούς τους θεικούς αχθοφόρους. Μόνον αν ήξεραν λοιπόν επακριβώς τον συγκεκριμένο χρόνο, θα ήξεραν ποιόυς ακριβώς θεούς θα έπρεπε κάθε χρονική στιγμή να εξευμενίσουν.

Η ανάλυση του ημερολογίου


    Οι μήνες του ημερολογίου.
Οι Μάγια είχαν ένα ακριβέστατο ημερολόγιο βασισμένο στο κοίλο ή αόριστο έτος των 365 ημερών. Αυτό αποτελείτο από 18 μήνες των 20 ημερών και μία επιπλέον χρονική περίοδο 5 λευκών -ιερών ημερών- που θεωρούνταν ημέρες αποφράδες, κακότυχες. Το έτος των Μάγια με τις 365 ημέρες ονομαζόταν Χαάμπ, ενώ ειδικά η χρονική περίοδος των 5 λευκών ημερών ονομαζόταν Ουαγιέμπ.

Οι Μάγια συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν τα έτη τους από τις ονομασίες των πρώτων ημερών τους, μια συνήθεια που διατηρήθηκε και στο ημερολόγιο των Αζτέκων. Οι Μάγια όπως βλέπουμε δεν είχαν δώσει ονομασίες στις ημέρες της εβδομάδας, όπως άλλοι λαοί, αλλά στις ημέρες του μήνα. Αυτό συμβαίνει γιατί η εβδομάδα των Μάγια είχε 13 ημέρες, ενώ ο μήνας είχε 20 ημέρες. Έτσι οι εβδομάδες περιείχαν ημέρες διαφορετικών ονομασιών. Όμως κατά ένα προφανή μαθηματικό συνδυασμό, οι εβδομάδες μπορούσαν να αρχίζουν μόνο από τέσσερις ημέρες του μήνα, τις Καν, Μουλούκ, Ιξ και Καουάκ.

Τα σύμβολα που αντιστοιχούν στις 20 μέρες του κάθε μήνα.
Αν επεκτείνουμε τον συλλογισμό μας για το έτος των Μάγια με τις 360 ημέρες και με τις επιπλέον 5 λευκές ημέρες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πρώτη ημέρα κάθε έτους δεν μπορούσε να είναι παρά μία ημέρα από τις τέσσερις προηγούμενες, οι οποίες ονομαζόντουσαν "φορείς των ετών" και προσδιορίζονταν με καθορισμένη σειρά σε καθένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα είχαν τον ιδιαίτερο θεό τους, που ήταν τέσσερα αδέλφια, οι Μακάμπ, που βάσταγαν τον ουρανό. Ο πρώτος φορέας των ετών, το σημείο Καν, αντιστοιχούσε στον Νότο. Το Μουλούκ αντιστοιχούσε στην Ανατολή, το Ιξ στον Βορρά και το Καουάκ στη Δύση.


Το ιερατικό ημερολόγιο 

Εκτός από το εκπληκτικής ακρίβειας ηλιακό ημερολόγιο των Μάγια, που ρύθμιζε επακριβώς την καθημερινή ζωή του λαού, υπήρχε και ένα άλλο μυστηριακό και ιερό ημερολόγιο, μόνο για τους ιερείς. Αυτό σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, αποτελείτο από 13 μήνες των 20 ημερών. Δηλαδή είχε 260 ημέρες.
Το ιερό έτος αποτελούσε σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση το ημερολόγιο της χώρας των θεοτήτων των Μάγια, και καθόριζε ως εκ τούτου τους ρυθμούς των θρησκευτικών τελετουργιών τους.
Κάθε μία από τις 260 ημέρες του ιερού έτους είχε έναν αριθμό από το 1 μέχρι το 13. Υπήρχαν επίσης τα 20 διαφορετικά ονόματα των ημερών, ίδια με τις ημέρες του πολιτικού έτους, έτσι ώστε ο ίδιος συνδυασμός αριθμών και ονομάτων να επανέρχεται κυκλικά μόνο κάθε 13Χ20= 260 ημέρες. Σε κάθε μία από τις 260 ημέρες αντιστοιχούσε ένας θεός, που ήταν «φύλακας» της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης που γεννιόταν αυτήν ακριβώς την ημέρα.
Για να ακριβολογούμε, υπήρχαν οι 13 θεοί του πάνω κόσμου. Τα κεφάλια των οποίων αντιστοιχούσαν στους 13 αριθμούς των Μάγια. Υπήρχαν επίσης οι 9 θεοί του κάτω κόσμου. Ο καθένας από αυτούς ήταν κύριος μιας ημέρας του ημερολογίου των Μάγια και διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σε μια ατέρμονη αλυσίδα. Υπήρχαν βέβαια και οι θεοί των 20 ημερών, που αντιστοιχούσαν στις ανώτατες θεότητες των Μάγια. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η αντίληψη ότι οι ημέρες είχαν μοιρολατρικό χαρακτήρα, γι αυτό και το ιερό έτος χρησιμοποιείτο από τους ιερείς κυρίως στη μαντική και στο τελετουργικό της θρησκείας τους.

Συμπεράσματα

Ο χρόνος για τους Μάγια παρουσιαζόταν σαν ένα σύνολο τριών οδοντωτών τροχών. Οι δύο πιο μικροί τροχοί αντιπροσωπεύουν τον κύκλο του ιερατικού ημερολογίου των 260 ημερών. Οι οδόντες του μικρότερου τροχού – που αριθμούνται από το ένα μέχρι το 13 – παρεμβάλλονται μεταξύ των οδόντων του μεσαίου τροχού, που αντιστοιχεί στις 20 ημέρες. Με τη σειρά τους, οι οδόντες του μεσαίου τροχού παρεμβάλλονται στους οδόντες του μεγάλου τροχού που αντιπροσωπεύει το αόριστο έτος των 360 ημερών ή τους 18 μήνες των 20 ημερών και τις λευκές ιερές ημέρες, οι οποίες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με τον κύκλο των 20 ημερών.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Η γλυπτική δημιουργία στο Αιγαίο από την Αρχαϊκή εώς την Ελληνιστική περίοδο

Η γλυπτική δημιουργία στο Αιγαίο συνδέεται αναμφίβολα με την ύπαρξη λατομείων μαρμάρου σε αρκετά νησιά, αλλά είναι αποτέλεσμα ενός πιο σύνθετου κοινωνικο-πολιτισμικού φαινομένου. Οι αιγαιακές κοινωνίες της Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου ενσωμάτωσαν επιρροές από την Αίγυπτο, την Εγγύς Ανατολή, τη Μικρά Ασία και την Κρήτη, τις συνδύασαν με τις λατρευτικές πρακτικές και τα ταφικά τους έθιμα, αλλά και την ανερχόμενη θέση του ατόμου στον κόσμο, και συνέβαλαν καθοριστικά στη γέννηση της μνημειακής ελληνικής γλυπτικής. Αν και στους επόμενους αιώνες (Κλασική και Ελληνιστική εποχή) τα σπουδαία πολιτικά και καλλιτεχνικά κέντρα βρίσκονταν αλλού, τα νησιά του Αιγαίου δεν έπαψαν να επωφελούνται από την προνομιακή τους θέση στην καρδιά του ελληνικού κόσμου και στο σταυροδρόμι των εμπορικών αλλά και καλλιτεχνικών ανταλλαγών.

Σχολές και τεχνοτροπίες

Η μελέτη της γλυπτικής στο Αιγαίο σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας υπόκειται σε συμβάσεις και παραδοχές που δεν πρέπει να αγνοούμε. Όταν μιλάμε για «σχολές» γλυπτικής δεν εννοούμε αυστηρά δομημένους κύκλους με προγραμματική δράση, όπως ίσως φαντάζεται κανείς σε αναλογία με την αναγεννησιακή και νεότερη ιστορία της τέχνης. Σε κάποιες περιπτώσεις πρόκειται για μεμονωμένα εργαστήρια, άλλοτε πάλι για μια παράδοση που εκτείνεται σε περισσότερες γενιές. Συχνά οι διακρίσεις είναι ασαφείς (όπως ανάμεσα στη Σάμο και τη Μίλητο) ή ο ακριβής εντοπισμός των εργαστηρίων αδύνατος (νησιωτικά ανάγλυφα στη Μακεδονία και τη Θράκη). Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται σύγκλιση διαφορετικών τεχνοτροπικών ρευμάτων και διήθηση των επιρροών. Τόσο τα ίδια τα γλυπτά όσο και οι γλύπτες ταξίδευαν, λιγότερο στην Αρχαϊκή περίοδο και περισσότερο αργότερα. Ο τόπος εύρεσής τους δε σχετίζεται πάντα με την προέλευσή τους, καθώς τα έργα των αιγαιακών εργαστηρίων έφτασαν ως αφιερώματα σε μεγάλα πανελλήνια ιερά (Δήλος, Δελφοί, Ολυμπία), μακριά από τον τόπο κατασκευής τους ή τον τόπο καταγωγής του δημιουργού τους. Οι χημικές και πετρογραφικές αναλύσεις συνέβαλαν τα τελευταία χρόνια σε ορθότερες αποδόσεις προέλευσης του μαρμάρου, αλλά δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις σε ζητήματα ύφους και τεχνοτροπίας. Παράλληλα, πολλά και σημαντικά νέα ευρήματα, αλλά και νέες μελέτες για έργα γνωστά από παλιά, τροποποιούν ή διορθώνουν τις γνώσεις μας για τα επιμέρους εργαστήρια (αρχαϊκή Γοργώ στην Πάρο, δαιδαλικές κόρες στη Θήρα και το Δεσποτικό, επιτύμβια κλασικά ανάγλυφα στη Ρόδο κλπ.).

Τύποι γλυπτών

Αξίζει να σημειώσουμε ότι μιλώντας για γλυπτική (στο Αιγαίο όπως και γενικότερα) εννοούμε μια πλειάδα έργων διαφορετικών τύπων και με διαφορετικό προορισμό. Περιλαμβάνονται κυρίως μαρμάρινα ολόγλυφα αγάλματα και ανάγλυφα που μπορεί να ήταν λατρευτικά, αναθηματικά ή επιτύμβια, καθώς και όλα τα αρχιτεκτονικά γλυπτά (ακρωτήρια, εναέτια γλυπτά, μετόπες, ζωφόροι κλπ.). Τα έργα μεγάλης χαλκοπλαστικής σώθηκαν μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Κάποτε μάλιστα οι γνώσεις για τη γλυπτική ενός τόπου, μιας εποχής ή ενός ρεύματος, είναι τόσο πενιχρές ώστε οι αρχαιολόγοι στρέφονται προς τις αντανακλάσεις της σε άλλες τέχνες, τις οποίες γνωρίζουν καλύτερα. Οι συγκρίσεις με τα μικρού μεγέθους χάλκινα και πήλινα ειδώλια, με παραστάσεις σε κοσμήματα, αγγεία και νομίσματα, και με τα λιγοστά ξύλινα και ελεφαντοστέινα ευρήματα, αποδεικνύονται συχνά ιδιαίτερα διαφωτιστικές.

Υλικά

Από την Αρχαιότητα ήταν ήδη γνωστά στο Αιγαίο πολλά λατομεία μαρμάρου. Ωστόσο δεν είναι όλα τα μάρμαρα κατάλληλα για γλυπτική και τα περισσότερα χρησιμοποιήθηκαν μόνο στην αρχιτεκτονική. Οι αρχαίοι Έλληνες εκτιμούσαν ιδιαίτερα το λευκό μάρμαρο στη γλυπτική, ίσως και γιατί ήταν καταλληλότερο για διακόσμηση με χρώματα. Το καλύτερο λευκό μάρμαρο ήταν ο λεγόμενος λυχνίτης της Πάρου, με λεπτόκοκκη κρυσταλλική δομή. Από το ίδιο νησί προερχόταν και ένας άλλος, κατώτερης ποιότητας, τύπος μαρμάρου που επίσης χρησιμοποιήθηκε για γλυπτά. Τα παριανά λατομεία πρέπει να λειτούργησαν περίπου από το 600 π.Χ., μαζί με εκείνα της Εφέσου.
Στη Νάξο λατομούνταν επίσης λευκό μάρμαρο και τα λατομεία της φαίνεται να ήταν τα πρώτα που λειτούργησαν στον αιγαιακό χώρο κατά την Αρχαϊκή περίοδο, λίγο πριν από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ., συγχρόνως με εκείνα της Σάμου. Το μάρμαρο της Σάμου εντούτοις, αν και λεπτόκοκκο, διατρέχεται από λεπτές γκρίζες φλέβες που το καθιστούν λιγότερο κατάλληλο για γλυπτά. Στη Ρόδο δεν υπάρχει μάρμαρο, παρά μόνο ένα είδος κρυσταλλικού ασβεστόλιθου, από τον οποίο στην Ελληνιστική περίοδο σκαλίστηκε η πλώρη του πλοίου πάνω στην οποία πατά η Νίκη της Σαμοθράκης.
Από τον 4ο αι. π.Χ. και έπειτα άρχισε να διαδίδεται και το μάρμαρο της Θάσου, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και μάρμαρα των μικρασιατικών παραλίων και των παρακείμενων νησιών, από την Προκόννησο ως την Αλικαρνασσό. Το μάρμαρο της Πάρου βέβαια ήταν εκείνο που εξαγόταν περισσότερο σε όλες τις εποχές (από την Αρχαϊκή ως τη Ρωμαϊκή) και έφτασε ως τη Μακεδονία, τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Βόρεια Αφρική.
Σε γενικές γραμμές παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη της μνημειακής γλυπτικής στα Αρχαϊκά χρόνια στα νησιά που διέθεταν λατομεία (Νάξος, Πάρος, Σάμος) και αντίστοιχη απουσία της σε άλλα χωρίς λατομεία (Ρόδος). Με την απουσία μαρμάρου έχει συνδεθεί και η ανάπτυξη της χαλκοπλαστικής, ιδιαίτερα στα Ελληνιστικά χρόνια, στη Ρόδο. Για τη χαλκοπλαστική όμως τα στοιχεία είναι πολύ πιο ισχνά. Χαλκός από την Εύβοια, την Κύπρο και ίσως τη Μικρά Ασία, και κασσίτερος από μακρινές περιοχές, όπως η Ιβηρική και η Ουαλία, ήταν οι πρώτες ύλες σε όλες τις εποχές. Επειδή όμως τα μέταλλα ξαναλιώνουν και μπορούν να αναμειχθούν, δεν είναι δυνατόν να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα από τις αναλύσεις τους.

«Δαιδαλικά» γλυπτά

Η κόρη της Νικάνδρας.
Με τον όρο «δαιδαλική» αποκαλείται η γλυπτική του 7ου αι. π.Χ.. Πρόκειται κυρίως για αγάλματα ανδρικών και γυναικείων όρθιων μετωπικών μορφών. Οι ανδρικές μορφές είναι γυμνές και φορούν συνήθως μια φαρδιά ζώνη. Οι γυναικείες φορούν μακρύ ένδυμα, επίσης ζωσμένο στη μέση. Και στις δύο περιπτώσεις τα σώματα είναι επίπεδα και πολύ σχηματοποιημένα. Στα πρόσωπα τα χαρακτηριστικά (μάτια, μύτη, στόμα) είναι αφύσικα μεγάλα σε βάρος του μετώπου και των παρειών. Οι ρίζες αυτής της τεχνοτροπίας ανάγονται στην Κρήτη, αν και η διάδοσή της καλύπτει τις περισσότερες δωρικές περιοχές. Το σημαντικότερο, μέχρι πρόσφατα, δαιδαλικό έργο στο Αιγαίο βρέθηκε στη Δήλο και πρόκειται για μια κόρη, τη λεγόμενη κόρη της Νικάνδρας. Το 2000 αποκαλύφθηκε μια κόρη στο Δεσποτικό και το 2001 ακόμη μία στο νεκροταφείο της αρχαίας Θήρας. Η τελευταία σώζεται σε καλύτερη κατάσταση και έχει ύψος 2,3 μ. Και οι τρεις θεωρούνται έργα της ναξιακής σχολής και η πρόσφατη μελέτη τους κατέδειξε τις διαφορές από τα αντίστοιχα κρητικά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους αποτελεί η κόμμωση, με 4 πλεξίδες δεξιά και αριστερά του κεφαλιού να πέφτουν μπροστά, πάνω στο στήθος. Χρονολογούνται από το γ΄ τέταρτο ως τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Συγγενικές, αλλά όχι ακριβώς δαιδαλικές, είναι και οι γυναικείες μορφές που στηρίζουν μεγάλες μαρμάρινες λεκάνες, τα λεγόμενα περιρραντήρια. Έχουν βρεθεί ένα στη Σάμο και ένα τη Ρόδο, αλλά οι αναλύσεις δείχνουν ότι το μάρμαρο είναι λακωνικό. Στο β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. η δαιδαλική τεχνοτροπία εμφανίζεται και στη μικροτεχνία των νησιών, όπως σε κοσμήματα της Ρόδου και σε πήλινα ειδώλια της Θήρας και του Δεσποτικού.

Γλυπτική του 6ου αι. π.Χ.

Νάξος

Η σφίγγα των Ναξίων.
Τα ευρήματα από την ίδια τη Νάξο, τη Δήλο και τους Δελφούς φανερώνουν πως η ναξιακή σχολή διατήρησε το δυναμισμό της για μεγάλο μέρος του 6ου αι. π.Χ. Οι κούροι από τη Νάξο και τη Δήλο, καθώς και ο κολοσσικός ναξιακός Απόλλων της Δήλου (ύψος 8,5 μ.), έχουν ακόμα την ακαμψία και τη σχηματοποίηση του κορμιού που χαρακτηρίζει τα δαιδαλικά έργα. Ένα άλλο ναξιακό αφιέρωμα στη Δήλο ήταν 16 λιοντάρια σε παράταξη κατά τα αιγυπτιακά πρότυπα (γύρω στο 600 π.Χ.). Αν και η φθορά της επιφάνειάς τους είναι μεγάλη (πρόσφατα αντικαταστάθηκαν με εκμαγεία και φυλάσσονται στο μουσείο της Δήλου), διακρίνεται η νατουραλιστική απόδοση του αιλουροειδούς και η ζωντάνια της πόζας. Δεν ισχύει το ίδιο για τη σφίγγα των Ναξίων στους Δελφούς (περίπου 570 π.Χ.). Το αρχικά στημένο σε κίονα 10,2 μ. μυθολογικό τέρας δυσκολεύεται να συνδυάσει το νατουραλισμό του γυναικείου προσώπου με το σχηματοποιημένο και γραμμικά αποδομένο σώμα. Τέλος, δύο από τις πιο πρώιμες κόρες της Ακρόπολης (γύρω στο 550 π.Χ.) φαίνεται να οφείλουν στη Νάξο, εκτός από το μάρμαρό τους, και αρκετά από τα τεχνοτροπικά τους χαρακτηριστικά.
Η παρακμή της ναξιακής σχολής έχει κατά καιρούς συνδυαστεί με την κατάληψη της εξουσίας στη Νάξο από τον τύραννο Λύγδαμι, γύρω στο 540 π.Χ. Τα ευρήματα ωστόσο δείχνουν πως η γλυπτική δημιουργία συνεχίστηκε, αν και σε μικρότερη έκταση, μέχρι τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Τέλος μερικοί κούροι από το Πτώο της Βοιωτίας συνδέονται με τη ναξιακή σχολή, είτε είναι έργα Ναξίων τεχνιτών είτε πρόκειται για επιρροές.

Πάρος

Η Πάρος ανέπτυξε τη δική της αρχαϊκή σχολή γλυπτικής, ήδη από το 580 π.Χ. περίπου, αν και η ακμή της τοποθετείται στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., καθώς η ανταγωνίστρια Νάξος υποχωρούσε. Κούροι και κόρες της Πάρου έχουν βρεθεί, εκτός από το ίδιο το νησί, στη Δήλο, τους Δελφούς, τον Ορχομενό, τη Θάσο και την Κυρήνη. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η παριανή σχολή αρχικά βρισκόταν υπό σαμιακή επιρροή, αλλά σχετικά νωρίς ανέπτυξε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι κούροι της είναι περισσότερο μυώδεις από τους ναξιακούς, με γεμάτο στήθος και έμφαση στις καθέτους του σώματος. Οι κόρες φορούν χιτώνα και ιμάτιο, το οποίο συχνά έχει διακοσμητική διάταξη, όπως στην περίπτωση μιας κολοσσικής Αρτέμιδος και μιας ένθρονης θεάς (αρχές του 5ου αι. π.Χ. αλλά ακόμα αρχαϊκής τεχνοτροπίας). Στην παριανή σχολή αποδίδονται και έξι μορφές από «σύναξη θεών» που βρέθηκαν στη Δήλο και χρονολογούνται στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Παριανές επιρροές, περισσότερο ή λιγότερο άμεσες, αναγνωρίζονται σε γλυπτά από τη Ρόδο, τη Σάμο, τη Σικελία, ακόμα και σε ορισμένες αττικές κόρες. Εξάλλου ο Αριστίων, ο γλύπτης της περίφημης κόρης Φρασίκλειας που βρέθηκε στη Μερέντα της Αττικής και χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ήταν από την Πάρο.
Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά της Πάρου είναι γνωστό ένα ακρωτήριο με τη μορφή της Γοργούς (μέσα του 6ου αι. π.Χ.), και δύο ανάγλυφα, το ένα με παράσταση συμποσίου (την πιο πρώιμη του είδους) και το άλλο με παράσταση λιονταριού που κατασπαράζει ταύρο (περίπου 500 π.Χ.). Θεωρείται ότι όλα προέρχονται από διάφορες φάσεις του αρχαϊκού ηρώου του ποιητή Αρχιλόχου.

Σάμος

μεγέθυνση φωτογραφίας
Σύνταγμα του Γενελέω.
Η σαμιακή σχολή γλυπτικής εμφανίζεται ήδη πριν από το τέλος του 7ου αι. π.Χ., αλλά γνωρίζουμε ελάχιστα τις δημιουργίες της κατά το α΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Τα παλαιότερα από τα έργα αυτής της σχολής έχουν βρεθεί εκτός Σάμου: το άνω τμήμα μιας χάλκινης σφυρήλατης φτερωτής μορφής στην Ολυμπία και μια μαρμάρινη γυναικεία μορφή στο Ρέντη της Αττικής (580-570 π.Χ.). Οι χαρακτηριστικότεροι τύποι είναι οι κόρες, ντυμένες με χιτώνα, ιμάτιο και επίβλημα, οι ιματιοφόρες ανδρικές μορφές και οι κούροι. Οι κόρες εμφανίζουν σχεδόν κυλινδρικό το κάτω τμήμα του κορμού και λεπτομερή, αν και διακοσμητική, απόδοση των πτυχώσεων των ρούχων. Οι κεφαλές των ανδρικών μορφών είναι αφύσικα διογκωμένες προς το πάνω και πίσω μέρος του κρανίου. Η κόμμωσή τους είναι απλή, με παράλληλους βοστρύχους που ξεκινούν από το χαμηλό μέτωπο και καταλήγουν πίσω στην πλάτη. Δύο αναθηματικά συντάγματα από το Ηραίο, γνωστά με τα ονόματα του αναθέτη και του γλύπτη τους –Χηραμύης και Γενέλεως αντίστοιχα–, εικονογραφούν αυτές τις ιδιαιτερότητες. Από τους κούρους των μέσων του 6ου αι. π.Χ. ξεχωρίζουν δύο κολοσσικές μορφές. Η κεφαλή του ενός φυλάσσεται στην Κωνσταντινούπολη (σωζόμενο ύψος 70 εκ.) ενώ ο άλλος, σχεδόν ακέραιος, αποκαλύφθηκε σε τμήματα στη δεκαετία του 1980 και είχε αρχικό ύψος 5,5 μέτρα. Το 2005 αποκαλύφθηκε ένας εξαιρετικής εργασίας σαμιακός κούρος της ίδιας περιόδου στο Δεσποτικό. Οι σαμιακοί κούροι είναι σαφώς πιο σαρκώδεις από τους ναξιακούς, αλλά χωρίς προσπάθεια ανάδειξης της μυϊκής διάπλασης, όπως συμβαίνει στην Πάρο, και οπωσδήποτε λιγότερο γυμνασμένοι από τους κούρους της Πελοποννήσου. Πιστεύεται πως αποδίδουν την τρυφηλή ζωή της ιωνικής αριστοκρατίας, οι νέοι της οποίας δεν έκαναν το γυμνάσιο κέντρο της ζωής τους. Στην κατανόηση της σαμιακής γλυπτικής και των στενών σχέσεών της με τη γλυπτική της γειτονικής Μιλήτου συνέβαλε αποφασιστικά και η μελέτη των μικρών χάλκινων και πήλινων ειδωλίων του νησιού. Η μεγάλη χαλκοπλαστική, από την οποία τίποτα δε σώθηκε, φαίνεται πως είχε στη Σάμο μεγάλη παράδοση, αφού σύμφωνα με τις πηγές ήταν οι Σάμιοι αρχιτέκτονες και γλύπτες Θεόδωρος και Ροίκος, οι οποίοι έφεραν από την Αίγυπτο στην Ελλάδα την τεχνική της χύτευσης κούφιων αγαλμάτων γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ.           

Χίος

Στη Χίο φαίνεται πως αναπτύχθηκε μια σχολή γλυπτικής περίπου από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Το επιβεβαιώνουν οι αρχαίες πηγές με αναφορές στους γλύπτες Μικκιάδη και Άρχερμο (πατέρας και γιος). Με τον Άρχερμο έχει συνδεθεί μια Νίκη από τη Δήλο (περίπου 550 π.Χ.). Ωστόσο τα ευρήματα στη Χίο είναι φτωχά: λίγοι κορμοί κούρων και κορών, μία από τις οποίες φέρει ένα ιδιαίτερο τρόπο πτύχωσης του χιτώνα. Οι πτυχώσεις αυτές εμφανίζονται και σε δύο Νίκες και μία κόρη από την Ακρόπολη (520-510 π.Χ.), γεγονός που σε συνδυασμό με το νησιωτικό μάρμαρό τους καθώς και επιγραφές που αναφέρουν τον Άρχερμο, οδήγησε στην απόδοσή τους στη σχολή της Χίου. Ξεχωρίζουν για την κυματιστή γραμμή της κόμμωσης πάνω από το μέτωπο, τα πεταχτά μήλα και τα σαρκώδη χείλη. Τα στοιχεία αυτά απαντούν και σε δύο «καρυάτιδες» της ίδιας εποχής από τους Δελφούς. Η μία ανήκει στο θησαυρό των Σιφνίων και η άλλη στο λεγόμενο κάποτε «των Κνιδίων». Ελλείψει ασφαλέστερων συγκριτικών στοιχείων οι περισσότεροι ερευνητές τις αποδίδουν στη Χίο.

Άλλα νησιά

File:Kouros british museum.JPG
Ο κούρος της Ανάφης.
Στα περισσότερα από τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου έχουν αποκαλυφθεί λίγα μόνο γλυπτά της Αρχαϊκής περιόδου, κάποτε με τοπικές ιδιαιτερότητες, αλλά συνήθως με έντονες επιρροές κάποιας από τις σημαντικές νησιωτικές σχολές.
Από τη Μήλο προέρχεται ένας καλοδιατηρημένος κούρος με ολοφάνερες ναξιακές επιδράσεις (περίπου 550 π.Χ.). Από τη Θήρα προέρχονται τέσσερις πολύ κατεστραμμένοι, μάλλον ναξιακοί, κορμοί ανδρικών μορφών που βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα από το δαιδαλικό τύπο προς τον κούρο και χρονολογούνται γύρω στο 600 π.Χ.
Ένας κούρος από την Ανάφη, που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο, μια κεφαλή κούρου και μια ερμαϊκή στήλη από τη Σίφνο βρίσκονται μάλλον στη σφαίρα της παριανής επιρροής. Από την Κω προέρχεται ένα ανάγλυφο με σκηνή συμποσίου, χρονολογούμενο γύρω στο 500 π.Χ. Δύο κορμοί και τρεις κεφαλές κούρων από την Κάμειρο της Ρόδου φανερώνουν σαμιακές επιδράσεις (550-520 π.Χ.).
Από την Άνδρο προέρχονται ένας ναξιακός κούρος του 550-540 π.Χ., μία παριανή κόρη και ένα γλυπτό σύμπλεγμα του μυθικού φτερωτού αλόγου Πήγασου με τον αναβάτη του Βελλερεφόντη. Ήταν ακρωτήριο κάποιου ναού και χρονολογείται στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
Από τη Λήμνο δεν είναι γνωστή μεγάλου μεγέθους γλυπτική. Εντούτοις μερικά ευμεγέθη πήλινα ειδώλια σειρήνων φανερώνουν στα πρόσωπα και τις κομμώσεις μια τεχνοτροπία ολότελα διαφορετική από αυτές που απαντούν στο υπόλοιπο Αιγαίο. Φαίνεται πως αυτή η ιδιαιτερότητα συνδέεται με την ειδική σχέση που διατηρούσε η αρχαϊκή Λήμνος με τους Ετρούσκους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολυσυζητημένη ζωφόρος του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς (530-525 π.Χ.) είναι κατά το ήμισυ (βόρεια και ανατολική πλευρά) έργο νησιωτικού εργαστηρίου. Η παράσταση γιγαντομαχίας που την κοσμεί θεωρείται το σημαντικότερο αρχιτεκτονικό γλυπτό της Αρχαϊκής περιόδου, αν και οι απόψεις των ερευνητών διχάζονται ανάμεσα στην παριανή και τη χιώτικη προέλευση των δημιουργών της.

Κλασική γλυπτική

Πάρος

Η σχολή της Πάρου απέκτησε ακόμη εντονότερη παρουσία με την απαρχή της κλασικής γλυπτικής και ιδίως με τα ανάγλυφα του αυστηρού ρυθμού (480-450 π.Χ.). Το χαρακτηριστικό τους ήταν η απόδοση βάθους και λεπτομερειών σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο. Τρεις εξαιρετικής ποιότητας επιτύμβιες στήλες νεαρών κοριτσιών που φορούν πέπλο –δύο από την Πάρο και μία από τη Μακεδονία– φαίνεται να προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο (460-440 π.Χ.). Οι μορφές τους προεικάζουν τις κόρες της ζωφόρου του Παρθενώνα. Ένα άλλο ανάγλυφο από την Ικαρία (περίπου 460 π.Χ.) παραμένει αινιγματικό ως προς τον προορισμό και την επιγραφή του. Το βέβαιο είναι ωστόσο ότι πρόκειται για έργο Πάριου γλύπτη. Στην Πάρο αποδίδεται επίσης και ένα σπάνιο –κυκλικής μορφής– ανάγλυφο από τη Μήλο με γυναικείο κεφάλι σε προφίλ. Τέλος μια σειρά ανθεμωτών στηλών που παλιότερα αποκαλούνταν «σαμιακές» αποδίδονται τώρα στην Πάρο. Έξοχα δείγματα του είδους, εκτός από το ίδιο το νησί, προέρχονται από τη Σάμο, το Τηγάνι, την Αμοργό και την Κάλυμνο.
Η ακτινοβολία των παριανών αναγλύφων εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το Αιγαίο και έργα υπό την άμεση ή έμμεση επιρροή τους απαντούν από τη Θάσο και τη Μεσημβρία της Θράκης ως τη Νίσυρο και την Ξάνθο της Λυκίας. Ανάλογη φαίνεται πως ήταν και η δημιουργία ελεύθερων γλυπτών, αν και τα ευρήματα είναι ελάχιστα. Το σημαντικότερο είναι μια ακέφαλη Νίκη που μοιάζει έτοιμη να πετάξει (470-460 π.Χ.). Οι πτυχώσεις του πέπλου της και η κίνηση του σώματος βρίσκουν το αντίστοιχό τους στη μικρή χάλκινη γυναικεία μορφή που συγκρατεί στο κεφάλι της θυμιατήριο, η οποία βρέθηκε στους Δελφούς. Πρόκειται για το μοναδικό έργο της μικρής χαλκοπλαστικής που μπορεί να αναγνωριστεί ως παριανό (460-450 π.Χ.).
Στο Ηρώο της Ξάνθου της Μικράς Ασίας εμφανίζεται μια γυναικεία μορφή σε παριανό πρότυπο. Αλλά και στο ναό του Δία της Ολυμπίας φαίνεται πως η μία από τις δύο ομάδες που δούλεψαν τα γλυπτά του ήταν από την Πάρο. Τέλος δύο πρώιμα κλασικά αετωματικά σύνολα που μεταφέρθηκαν αργότερα στη Ρώμη (Αμαζονομαχία και Νιοβίδες) φαίνεται να έχουν τις ρίζες τους στον αιγαιακό χώρο. Στο β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. η ακτινοβολία του Παρθενώνα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι τοπικές σχολές έχασαν το ιδιότυπο της τεχνοτροπίας τους. Και οι καλύτεροι Πάριοι γλύπτες, όπως ο Αγοράκριτος, δούλευαν πια στην Αθήνα και σε αττικά πρότυπα. Η παράδοση του νησιού εντούτοις διατηρήθηκε και έδωσε στην ελληνική τέχνη έναν ακόμα περιώνυμο γλύπτη της Ύστερης Κλασικής εποχής, το Σκόπα.

Άλλα νησιά

Στα υπόλοιπα νησιά οι επιρροές της Πάρου είναι ακόμα διακριτές ως το τέλος περίπου του 5ου αι. π.Χ., εποχή που αντικαταστάθηκαν σχεδόν παντού από αττικές. Από τη Ρόδο προέρχεται μια γυναικεία κεφαλή αυστηρού ρυθμού (470 π.Χ.) και ένα σπουδαίο ανάγλυφο έργο, η στήλη της Κριτώς και της Τιμαρίστας (περίπου 410 π.Χ.) με αποχαιρετισμό μάνας και κόρης. Πρόκειται για τοπικό έργο, που συνθέτει κατά τον καλύτερο τρόπο την παριανή παράδοση με τα επιτεύγματα της αττικής γλυπτικής. Ανάλογη περίπτωση αποτελεί και το τμήμα στήλης με νέο μπροστά σε γυναίκα από τη Σάμο (περίπου 420 π.Χ.).
Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. χρονολογείται και ένα σύμπλεγμα του Βορρέα που αρπάζει την Αθηναία πριγκίπισσα Ωρείθυια. Ήταν το κεντρικό ακρωτήριο του ναού των Αθηναίων στη Δήλο. Στη Δήλο βρέθηκε εξάλλου ένα ρωμαϊκό αντίγραφο του Απόλλωνα Λυκείου του Πραξιτέλη, ενώ ο λεγόμενος «Ερμής της Άνδρου» είναι επίσης αντίγραφο έργου του μεγάλου Αθηναίου γλύπτη.
Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα έργα του 4ου αι. π.Χ. συγκαταλέγονται μια επιτύμβια στήλη από την Τήνο και ένας κορμός Ποσειδώνα από τη Σύρο με επιδράσεις από τη σχολή του Λυσίππου, ένα άγαλμα ιματιοφόρου από την Κω (ο λεγόμενος «Ιπποκράτης») και ένα αναθηματικό ανάγλυφο από τη Μυτιλήνη με παράσταση θεϊκού ζεύγους σε νεκρόδειπνο. Ανθεμωτές και ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες αττικής κατασκευής ή έμπνευσης εμφανίζονται κατά τον 4ο αι. π.Χ. στα περισσότερα νησιά.

Ελληνιστική γλυπτική

Ρόδος

Η Νίκη της Σαμοθράκης.
Η Ρόδος στα Ελληνιστικά χρόνια αποτέλεσε το μεγάλο κέντρο της γλυπτικής στο Αιγαίο. Αν και είναι δύσκολο να θεωρηθεί «σχολή» με την έννοια της ενιαίας τεχνοτροπίας, της έχουν κατά καιρούς αποδοθεί μερικά από τα σημαντικότερα γλυπτά από την εποχή μετά τον Αλέξανδρο ως την εποχή του Αυγούστου (τέλος 4ου αι. π.Χ. - αρχές 1ου αι. μ.Χ.).
Ένα από τα δημοφιλέστερα έργα που βρέθηκαν στη Ρόδο και ανήκουν στην παράδοση του Λυσίππου είναι ο λεγόμενος «δεόμενος του Βερολίνου». Πρόκειται για μια μορφή γυμνού νέου που θεωρήθηκε Γανυμήδης ή αυτοστεφανούμενος αθλητής. Χρονολογείται γύρω στο 300 π.Χ. και τα χέρια του από την αρχή των μπράτσων και πέρα είναι νεότερη αυθαίρετη αποκατάσταση.
Μαθητής του Λυσίππου ήταν και ο Χάρης, ο χαλκουργός του κολοσσού της Ρόδου, που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή. Άλλωστε στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. χρονολογούνται και οι πολυάριθμοι φούρνοι χύτευσης ορειχάλκου που βρέθηκαν γύρω από την αρχαία πόλη της Ρόδου. Ροδιακό εύρημα και δημιουργία είναι επίσης ένας χάλκινος κοιμώμενος Έρωτας στη Νέα Υόρκη (β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ.).
Από τα μαρμάρινα γλυπτά ξεχωρίζουν μια κεφαλή του θεού Ήλιου (250-160 π.Χ.), χαρακτηριστική του ελληνιστικού μπαρόκ, και ορισμένα μικρογραφικά αντίγραφα γνωστών έργων: του Ασκληπιού, του Δία της Περγάμου, της λουομένης Αφροδίτης του Δοιδάλσα, και μερικών νυμφών.
Η εμβληματική Νίκη της Σαμοθράκης έχει αποδοθεί στη Ρόδο, όχι μόνο εξαιτίας του ροδιακού λίθου της βάσης της, αλλά και του δυναμισμού που αποπνέει το έργο. Φαίνεται πως αφιερώθηκε περίπου το 190 π.Χ. με αφορμή κάποια ναυτική νίκη των Ροδίων στον πόλεμο με τον Αντίοχο Γ΄.
Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα.
Από τα μεγάλα συμπλέγματα με πολλές μορφές αξίζει να αναφέρουμε εκείνο της τιμωρίας της Δίρκης από το Ζήθο και τον Αμφίωνα, που η φιλολογική παράδοση αποδίδει στους γλύπτες Απολλώνιο και Ταυρίσκο. Είναι γνωστό από ένα ρωμαϊκό αντίγραφο με πολλές αυθαίρετες αποκαταστάσεις και ανεπαρκές για την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη ροδιακή γλυπτική της εποχής.
Περισσότερο γνωστό είναι το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα και των γιων του στο Βατικανό. Υπογράφεται από τους Ρόδιους Αγήσανδρο, Πολύδωρο και Αθηνόδωρο. Στους ίδιους οφείλεται και μια σκηνογραφική εγκατάσταση γλυπτών από τη Σπρελόνγκα, νότια της Ρώμης, που απεικονίζουν τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του στα επεισόδια της Σκύλλας και του Πολύφημου. Και τα δύο συμπλέγματα θεωρήθηκαν για χρόνια αντίγραφα έργων του 3ου ή 2ου αι. π.Χ. φτιαγμένα την εποχή του Καίσαρα. Η νεότερη έρευνα ωστόσο τείνει να τα θεωρήσει πρωτότυπες δημιουργίες των χρόνων μεταξύ του Καίσαρα και του Τιβέριου (40 π.Χ.- 25 μ.Χ.).

Μήλος

Η Αφροδίτη της Μήλου.
Από τη Μήλο προέρχονται κυρίως δύο ελληνιστικά αγάλματα: ο Ποσειδώνας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και η Αφροδίτη του Λούβρου. Η Αφροδίτη, που πιθανόν να μην είναι Αφροδίτη αλλά Αμφιτρίτη, έχει λάβει διαστάσεις παγκόσμιου συμβόλου της ομορφιάς. Πρόκειται για έργο ενός κατά τα άλλα άγνωστου καλλιτέχνη από την Αντιόχεια στον Μαίανδρο της Μικράς Ασίας και χρονολογείται περίπου στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., όπως και ο Ποσειδώνας. Αν και συνδυάζει επιτυχημένα στοιχεία της Κλασικής περιόδου με τάσεις και τεχνικές λύσεις του 2ου αι. π.Χ., αποτελεί παράλληλα το κατεξοχήν παράδειγμα αποσπασματικής πρόσληψης και άκριτης εξιδανίκευσης της αρχαίας τέχνης στη σύγχρονη εποχή.

Δήλος

Η γλυπτική της Δήλου και κυρίως τα έργα του 1ου αι. π.Χ. αποτελούν στην ουσία μετάβαση από τα ελληνιστικά στα ρωμαϊκά πρότυπα. Ορισμένα, όπως η Αφροδίτη με τον Πάνα (τέλος 2ου αι. π.Χ.), συνεχίζουν τις αναζητήσεις του ροδιακού «είδους» στο πλαίσιο του ελληνιστικού ροκοκό. Αλλά κυρίως τα τιμητικά και αναθηματικά αγάλματα αξιωματούχων προετοιμάζουν την έλευση του ρωμαϊκού πορτρέτου, καθώς συνθέτουν γνωστούς αγαλματικούς τύπους αθλητών και φιλοσόφων με εικονιστικές κεφαλές προχωρημένου ρεαλισμού. Την εποχή αυτή αρχίζει η μαζική παραγωγή αντιγράφων φημισμένων έργων της ελληνικής γλυπτικής για τη ρωμαϊκή αριστοκρατία, όπως ο Διαδούμενος του Πολύκλειτου, που βρέθηκε σε οικία της Δήλου.

Κως

Η Κως έχει δώσει μια πλούσια σειρά αγαλμάτων του 3ου και 2ου αι. π.Χ. από ιερά και οικίες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο αγάλματα Δήμητρας και Κόρης, ένα επιτύμβιο αγένειου αθλητή, ένας καθιστός Ερμής με κριάρι, μια βάση τραπεζιού με ανάπλαση του γνωστού τύπου του Μαρσύα, και μερικά αγάλματα γυναικών που φορούν τις χαρακτηριστικές λεπτές κώιες εσθήτες, κάτω από τις οποίες διακρίνεται ένα χοντρότερο ύφασμα.

Σύνοψη

Αφροδίτη και Πάνας.
Η χρυσή εποχή της γλυπτικής στο Αιγαίο ήταν, όπως και για την κοινωνία του, η αρχαϊκή. Κυριαρχούσαν οι σχολές της Νάξου, Σάμου, Χίου και Πάρου, με ακτινοβολία σε ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό κόσμο. Οι σχολές αυτές συνέβαλαν άμεσα τόσο στη γέννηση όσο και στην αρχική διαμόρφωση της ελληνικής μνημειακής γλυπτικής. Στα Πρώιμα Κλασικά χρόνια η Πάρος με το καλύτερο μάρμαρο βρέθηκε στην πρωτοπορία και η επιρροή της άγγιξε σημαντικά κέντρα όπως η Αθήνα και η Ολυμπία. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. η Αθήνα ήταν ήδη χωρίς ανταγωνισμό στη γλυπτική και τα πρότυπά της απλώθηκαν σε ολόκληρο το Αιγαίο και ακόμα μακρύτερα. Στην Ελληνιστική περίοδο η ναυτική και ακμάζουσα Ρόδος κέρδισε τη φήμη της στη γλυπτική, έχοντας ως μόνο αξιόλογο αντίπαλο την Πέργαμο. Διεύρυνε το ρεπερτόριό της και καλλιέργησε άλλοτε τη συναισθηματική ένταση και έκφραση στα γλυπτά, και άλλοτε το χαριτωμένο παιχνίδισμα του «είδους». Στη Δήλο των εμπορικών συναλλαγών και της ελληνορωμαϊκής συνύπαρξης συνέβη η τελευταία αναλαμπή της γλυπτικής στον αιγαιακό χώρο, προτού κυριευθεί από αντιγραφές, ομοιομορφία και πρόχειρες εκτελέσεις.