Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012


Η εφαρμογή της δενδροχρονολόγησης στην αρχαιολογία

Βασικές αρχές

Με απλά λόγια, η δενδροχρονολόγηση είναι η χρονολόγηση γεγονότων στο παρελθόν μέσω της μελέτης της ανάπτυξης των δακτυλίων των δέντρων. Κάθε χρόνο ένα δέντρο προσθέτει ένα στρώμα ξύλου στον κορμό του σχηματίζοντας έναν επιπλέον δακτύλιο (κάτω από τον φλοιό). H πρώτη παρατήρηση που οδήγησε στη δενδροχρονολόγηση ήταν το ότι, σε συγκεκριμένα είδη δέντρων, κατά τη διάρκεια χρόνων με μεγάλη υγρασία δημιουργούνται δακτύλιοι με μεγάλο πάχος ενώ κατά τη διάρκεια ξηρών περιόδων οι δακτύλιοι είναι πολύ στενοί. Στο Σχήμα 1 δίνεται η εγκάρσια τομή ενός κορμού λευκού έλατου (Abies concolor) από την Καλιφόρνια που κόπηκε το 1981. Παρατηρείστε τον πολύ στενό δακτύλιο (5ος από το εξωτερικό) ο οποίος αντιστοιχεί στη χρονιά 1977 και υποδεικνύει την ξηρασία που επικράτησε τη χρονιά αυτή. Για να μην υπεραπλουστεύσουμε την ερμηνεία διαμόρφωσης των δενδροδακτυλίων αναφέρουμε ότι υπάρχουν άλλοι 17 λόγοι για τους οποίους ένας δακτύλιος μπορεί να έχει μικρό εύρος.


Σχήμα 1. Λευκό έλατο (Abies concolor) από την Καλιφόρνια που κόπηκε το 1981. Με αστερίσκο σημειώνεται η χρονιά 1977 κατά την οποία επικράτησε ξηρασία και έτσι ο δακτύλιος που σχηματίστηκε είναι στενός.

Τα δέντρα σε μια συγκεκριμένη κλιματική περιοχή επηρεάζονται όμοια από τις ετήσιες κλιματικές αλλαγές, οπότε τα πάχη των δακτυλίων τους αναμένεται να κυμαίνονται αντίστοιχα. Μπορούμε δηλαδή να ταιριάξουμε αυτές τις διαδοχέςδακτυλίων ανάμεσα σε δύο δέντρα και να αντιστοιχίσουμε σε αυτές συγκεκριμένη ακολουθία ημερολογιακών ετών (Σχήμα 2). Με τον τρόπο αυτό, αν συγκρίνουμε ένα άγνωστης ηλικίας ξύλο με κάποιο γνωστής ηλικίας και ταιριάξουμε τους δακτυλίους τους, μπορούμε να υπολογίσουμε την χρονολογία κοπής, του άγνωστης ηλικίας δέντρου (Σχήμα 3). Η δενδροχρονολόγηση είναι η μόνη αρχαιομετρική τεχνική που μπορεί να δώσει αποτέλεσμα με ακρίβεια έτους ή καμιά φορά και μηνών.

Σχήμα 2. Συνταίριασμα (διασταύρωση) σειρών δακτυλίων σε δύο δείγματα βελανιδιάς.
 
Σχήμα 3. Διαγραμματική απεικόνιση της βασικής αρχής της δενδροχρονολόγησης.

Η διασταυρωμένη χρονολόγηση είναι η θεμελιώδης αρχή της δενδροχρονολόγησης. Ο ερευνητής πρέπει να επιβεβαιώσει ότι οι δακτύλιοι από δύο ή περισσότερα δείγματα σχηματίστηκαν τον ίδιο χρόνο. Η απλή απαρίθμηση δακτυλίων δεν επαρκεί, ούτε και μια απλή καταγραφή της αλλαγής του εύρους των δακτυλίων. Για να αποφευχθεί η πιθανότητα τυχαίου ταιριάσματος, ο δενδροχρονολόγος προσπαθεί να συγκρίνει δείγματα με 100 τουλάχιστον δακτυλίους.


Η εξέλιξη της αρχαιολογικής θεωρίας, ρεύματα και σχολές

Πολιτισμική ιστορική αρχαιολογία

Η πρώτη μείζων φάση στην ιστορία της αρχαιολογικής θεωρίας αναφέρεται ως πολιτισμική ιστορική αρχαιολογία ή απλούστερα πολιτισμική ιστορία. Έργο της πολτισμικής ιστορίας ήταν η ομαδοποίηση των αρχαιολογικών θέσεων σε διακριτούς πολιτισμούς, ο καθορισμός της γεωγραφικής διασποράς και της χρονικής διάρκειας αυτών των πολιτισμών, η ανάπλαση των αλληλεπιδράσεων και η ροή των ιδεών μεταξύ τους. Η πολιτισμική ιστορία, χρησιμοποίησαν το κανονιστικό πρότυπο πολιτισμού, την αρχή δηλαδή ότι κάθε πολιτισμός είναι ένα σύνολο κανόνων που κυβερνούν την ανθρώπινη συμπεριφορά, Έτσι, οι πολιτισμοί διακρίνονται από πρότυπα δεξιοτήτων. Αν, για παράδειγμα, ανακαλύψει ένας αρχαιολόγος ένα όστρακο κεραμεικής διακοσμημένο με τριγωνικά μοτίβα και ένα άλλο όστρακο, με τετραγωνισμένα διακοσμητικά μοτίβα, θεωρεί πως είναι πιθανό να ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Φυσικά, μια τέτοια προσέγγιση βλέπει το παρελθόν ως σύνολο διακριτών πληθυσμών που ταξινομούνται βάσει των διαφορών τους και των αλληλεπιδράσεών τους. Οι αλλαγές της συμπεριφοράς ερμηνεύονται βάση της θεωρίας της διάχυσης και η ροή των ιδεών βάσει της αντίληψης ότι οι νέες ιδέες διασπείρονται μέσω των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, από τον ένα πολιτισμό στον άλλο.


Ο Αυστραλός αρχαιολόγος Vere Gordon Childe ήταν ο πρώτος που διερεύνησε και επέκτεινε την έννοια των πολιτισμικών σχέσων στο εννοιολογικό πλαίσιο της προϊστορικής Ευρώπης. Στην δεκαετία του 1920-1930 ήδη είχε ανασκαφεί αρκετό αρχαιολογικό υλικό. Η περαιτέρω μελέτη αυτού του υλικού επιβεβαίωσε πως η διάχυση δεν είναι ο μοναδικός μηχανισμός μέσω του οποίου μπορεί να συμβεί -ή και να ερμηνευθεί- η πολιτισμική αλλαγή. Φανερά επηρεασμένος από την ανάδυση νέων επαναστατικών πολιτικών θεωριών και πρακτικών στην περίοδο του μεσοπολέμου ο Childe θεώρησε πως οι επαναστάσεις προκάλεσαν μείζονες αλλαγές στις κοινωνίες του παρελθόντος. Αποτόλμησε τότε την θεωρία της νεολιθικής επανάστασης, η οποία ώθησε τους ανθρώπους στην μόνιμη εγκατάσταση και την καλλιέργεια της γης απομακρύνοντάς τους από την νομαδική ζωή, τις κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές συνήθειες. Βάσει της παραπάνω θεώρησης συνέβησαν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στην αστική επανάσταση και τη δημιουργία των πόλεων. Τούτη η μακράς προοπτικής σκέψη ήταν από μόνη της επαναστατική και είναι φυσικό το γεγονός πως οι ιδέες του Childe ακόμα και σήμερα γίνονται αντικείμενο σεβασμού.

Νέα αρχαιολογία

Στην δεκαετία 1960-1970 νέοι Αμερικανοί αρχαιολόγοι όπως ο Lewis Binford, αντέδρασαν στα παραδείγματα της πολιτισμικής ιστορικής αρχαιολογίας. Πρότειναν μια "Νέα άρχαιολογία", περισσότερο "επιστημονική" και "ανθρωπολογική". Είδαν τον πολιτισμό ως ένα σύνολο συμπεριφορικών διαδικασιών και παραδόσεων. Συν τω χρόνω τούτη η άποψη έφερε στο προσκήνιο τον όρο διαδικαστική αρχαιολογία. Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης θεωρίας δανείστηκαν από τις ακριβείς επιστήμες την ιδέα της εξέτασης και της δοκιμής της υπόθεσης και της επιστημονικής μεθόδου. Πίστευαν ότι ο αρχαιολόγος θα έπρεπε να αναπτύξει μία ή περισσότερες υποθέσεις για τον πολιτισμό που διερευνά και να διεξάγει ανασκαφές με την πρόθεση να ελέγξει την εγκυρότητα των υποθέσεών του βάσει νέων μαρτυριών. Ένας επιπλέον λόγος για την ανάπτυξη της διαδικαστικής αρχαιολογίας ήταν η απογοήτευση των νέων αρχαιολόγων για το γεγονός ότι η μελέτη των πολιτισμών είχε υπερκεράσει τη μελέτη των ίδιων των ανθρώπων. Το ανθρωπολογικό παράδειγμα έδειχνε ότι η ανάπτυξη των εθνικών ομάδων δεν ήταν πάντα ανάλογη με το αρχαιολογικό αρχείο.

Μεταδιαδικαστική αρχαιολογία

Στην δεκαετία 1980-1990 πρόβαλε ένα νέο κίνημα κυρίως στην Βρετανία από τους αρχαιολόγους Michael Shanks, Christopher Tilley, Daniel Miller και Ian Hodder. Τούτο το κίνημα αμφισβήτησε τη σχέση της διαδικαστικής αρχαιολογίας με τις ακριβείς επιστήμες και την αμεροληψία της ισχυριζόμενο ότι κάθε αρχαιολόγος είναι στην πραγματικότητα προκατειλημμένος από την προσωπική εμπειρία και το πολιτισμικό του πλαίσιο και συνεπώς το πραγματικά επιστημονικό αρχαιολογικό έργο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Τούτο αληθεύει ιδιαίτερα στην αρχαιολογία όπου το πείραμα, δηλαδή η ανασκαφή δεν μπορεί να επαναληφθεί από άλλους, όπως υπαγορεύει η επιστημονική μέθοδος.
Οι υπέρμαχοι αυτής της σχετικιστικής ουσιαστικά προσέγγισης, που αποκαλείται μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, δεν ανέλυαν μόνον τα ευρήματα που ανέσκαπταν αλλά και τον εαυτό τους, τη στάση και τις απόψεις τους. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία της αρχαιολογικής μαρτυρίας δημιουργούν και διαφορετικές κατασκευές του παρελθόντος για κάθε ερευνητή. Το πλεονέκτημα τούτης της προσέγγισης αναγνωρίστηκε σε τομείς όπως η διαχείριση πολιτισμικών αγαθών και η αρχαιολογική δεοντολογία. Εντέλει η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία έγινε καταφύγιο για όσους αποκήρυτταν το διαδικαστικό πολιτισμικό πρότυπο, για το οποίο πίστευαν (νεομαρξιστές και φεμινιστές αρχαιολόγοι για παράδειγμα), ότι χειριζόταν τους ανθρώπους ως αυτόματα και αγνοούσε την ατομικότητά τους.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
  • Trigger, Bruce G., Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης (2009)
  • Hodder, Ian, και Hutson, Scott, Διαβάζοντας το παρελθόν (2010)
  • Renfrew, Colin, και Bahn, Paul, Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές (2001)